ανθόπλεκτος

ανθόπλεκτος
ος , ον сплетённый из цветов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανθόπλεκτος" в других словарях:

  • ανθόπλεκτος — η, ο πλεγμένος με λουλούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + πλεκτός. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο καί υπουργό Οικονομικών Ευστάθιο Σίμο (1804 1878)] …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθοπλεγμένος — η, ο ο ανθόπλεκτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»